οδοντοπρόφερτος

οδοντοπρόφερτος
-η, -ο
οδοντικός, αυτός που προφέρεται με τη βοήθεια τών δοντιών («οδοντοπρόφερτα σύμφωνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + προφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ν. Δραγούμη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οδοντοπρόφερτος — η, ο αυτός που προφέρεται με τη βοήθεια των δοντιών, αλλ. οδοντόφωνος ή οδοντικός: Οδοντοπρόφερτα σύμφωνα είναι τα τ, δ, θ, d …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”